ευκολογύριστος

ευκολογύριστος
η , ο [ος , ον ]
1) легко вращающийся; 2) гибкий, податливый;

ευκολογύριστο σίδερο — мягкое железо;

3) перен. изменчивый, непостоянный, неустойчивый; сговорчивый, покладистый, податливый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευκολογύριστος" в других словарях:

  • ευκολογύριστος — η, ο 1. αυτός που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος 2. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που αλλάζει γνώμη εύκολα, ο ευμετάπειστος, ο ευμετάβλητος …   Dictionary of Greek

  • ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»